- εὐρυγένειος
- εὐρυγένειοςbroad-chinnedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυγένειος — εὐρυγένειος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευρύ «γένειον», πλατύ σαγόνι 2. εκείνος που έχει πλατιά γενειάδα 3. φρ. «εὐρυγένειος αἰών» ο αρχαίος, ο παμπάλαιος χρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + γένειον] … Dictionary of Greek
εὐρυγένειον — εὐρυγένειος broad chinned masc/fem acc sg εὐρυγένειος broad chinned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυγένειε — εὐρυγένειος broad chinned masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυγένειοι — εὐρυγένειος broad chinned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)